- κιρκήσια
- κιρκήσιαludi Circensesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιρκήσιον — κιρκήσιον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κιρκήσια (ενν. ἀγωνίσματα) οι αγώνες που γίνονταν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circensis (Circenses ludi) < circus «ιππόδρομος» < circus «κύκλος»] … Dictionary of Greek